- ἀκακοήθευτος
- ἀκᾰκο-ήθευτος, ον, = sq., Eust.404.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακακοήθευτος — ἀκακοήθευτος, ον (Μ) [κακοηθεύομαι] ο ακακοήθης … Dictionary of Greek
ἀκακοήθευτον — ἀκακοήθευτος masc/fem acc sg ἀκακοήθευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)